- αυθομαιμος
- αὐθόμαιμοςαὐθ-όμαιμος2кровно близкий, родной Soph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αυθόμαιμος — αὐθόμαιμος, ον (Α) από το ίδιο αίμα, συγγενής εξ αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + όμαιμος. Η λ. αυθόμαιμος χρησιμοποιείται ως επιτεταμένος τ. του όμαιμος (πρβλ. σύναιμος)] … Dictionary of Greek
αὐθόμαιμος — ὅμαιμος of the same blood masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
φιλαυθόμαιμος — ον, Α (ποιητ. τ.) φιλάδελφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αὐθόμαιμος «συγγενής εξ αίματος»] … Dictionary of Greek